- συναγωνιστῇ
- συναγωνιστήςone whomasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναγωνιστικός — ή, ό, Ν σχετικός με τον συναγωνισμό ή τον συναγωνιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναγωνιστής. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αρχαϊκή τέχνη — Ο όρος α.τ. (από τη λέξη αρχή)δόθηκε στην ελληνική τέχνη του 7ου και 6ου αι. π.Χ., όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η γεωμετρική τέχνη που προηγήθηκε· οπωσδήποτε, όμως, αποτελεί κάτι νέο στον ελληνικό κόσμο. Καμιά εποχή δεν έδωσε στην ελληνική τέχνη… … Dictionary of Greek
Δημητρίου, Ανδρέας — (1934 – 1956). Κύπριος αγωνιστής του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Άγγλων. Οι Άγγλοι τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Απαγχονίστηκε μαζί με τον συναγωνιστή του Μιχαήλ Καραολή στις 10 Μαΐου 1956. Προπαγανδιστικό φυλλάδιο που… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Καραολής, Μιχαήλ — (Παλαιοχώρι Πιτσιλιάς 1933 – Λευκωσία 1956). Κύπριος αγωνιστής. Απαγχονίστηκε μαζί με τον συναγωνιστή του, Ανδρέα Δημητρίου, στο προαύλιο των φυλακών της Λευκωσίας από τις βρετανικές αρχές. Ήταν οι πρώτοι μάρτυρες του Κυπριακού αγώνα, γι’ αυτό… … Dictionary of Greek